μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
αμετρωπία — Ανώμαλη διαθλαστική ικανότητα του ματιού, στην οποία οι φωτεινές ακτίνες δεν συμπίπτουν πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα για να σχηματίσουν ξεκάθαρα το είδωλο των αντικειμένων. Διακρίνονται τρεις μορφές α.: η μυωπία, στην οποία το είδωλο… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
υπερμετρωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού. Στα άτομα που πάσχουν από υ., οι παράλληλες φωτεινές ακτίνες που έρχονται από μακρινά αντικείμενα, μετά τη διάθλαση τους στα οπτικά νεύρα του ματιού, σχηματίζουν την εστία τους, πίσω από τον… … Dictionary of Greek
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek
μυωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού, κατά την οποία οι ακτίνες του προσπίπτοντος φωτός δεν συγκεντρώνονται, όπως είναι το φυσιολογικό, πάνω στον αμφιβληστροειδή, αλλά σ’ ένα σημείο που βρίσκεται πιο μπροστά. Το μάτι του μύωπα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
ραβδίο — (Ανατ.). Φωτοϋποδοχέας του ματιού του ανθρώπου και των κατώτερων σπονδυλωτών. Τα ρ. αντιδρούν μόνο στο αδύνατο φως. Αυτά, όπως ακριβώς και τα κωνία, βρίσκονται στην εξωτερική όψη που εμφανίζει ο αμφιβληστροειδής. Αποτελούνται από μια σύναψη στην… … Dictionary of Greek
τύφλωση — (Ιατρ.). Απουσία των οπτικών αντιλήψεων ή γενικότερα βαριά ανεπάρκεια αυτών, τέτοια που να εμποδίζει την εκτέλεση έργων για τα οποία η όραση είναι απαραίτητη. Η τ. μπορεί να είναι ολική ή μερική και να οφείλεται σε έλλειψη, σε συγγενή ανωμαλία ή… … Dictionary of Greek
όραση — Η αίσθηση της αντίληψης του φωτός. Το σύστημα υποδοχής του ερεθίσματος (φως) εδρεύει στο μάτι, για την ακρίβεια στον αμφιβληστροειδή. Το μάτι στο σύνολό του συμπεριφέρεται σαν σκοτεινός θάλαμος φωτογραφικής μηχανής, σχηματίζοντας την εικόνα επάνω … Dictionary of Greek
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek